αλειμματιον

αλειμματιον
    ἀλειμμάτιον
    τό небольшое растирание Diog.L.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "αλειμματιον" в других словарях:

  • αλειμμάτιον — ἀλειμμάτιον, το (Α) αρωματισμένη μυρωμένη εσθήτα. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποκοριστικό τής λ. ἄλειμμα*] …   Dictionary of Greek

  • ἀλειμμάτιον — neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άλειμμα — το (Α ἄλειμμα) κάθε υλικό που χρησιμοποιείται για επάλειψη, η αλοιφή νεοελλ. 1. πράξη τού αλείφω, επάλειψη, επίχριση 2. το ζωικό ή φυτικό λίπος που χρησιμοποιείται στη μαγειρική ως αναπλήρωμα τού βουτύρου, πάχος, ξίγγι 3. το χοιρινό λίπος που… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»